ψευδομεμβράνη

ψευδομεμβράνη
και ψευδομεμβράνα, η, Ν
ιατρ. άνυφος και ανάγγειος μεμβρανοειδής σχηματισμός από ινώδες, από αίμα και από κύτταρα στην επιφάνεια βλεννογόνων και ορογόνων υμένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pseudomembrane (< ψευδ[ο]-* + μεμβράνη / -α). Ο τ. ψευδομεμβράνη μαρτυρείται από το 1867 στον Ι. Παδοβά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διφθερίτιδα — Οξεία λοιμώδης νόσος που οφείλεται στο μικρόβιο της δ. ή του Löffler. Μεταδίδεται μέσω της αναπνευστικής, γαστρεντερικής οδού ή λύσης της συνέχειας του δέρματος, από πάσχοντες ή από υγιείς φορείς του μικροβίου και σπανιότερα από μολυσμένα… …   Dictionary of Greek

  • στοματίτιδα — η, Ν 1. (ιατρ. κτην.) φλεγμονή τού βλεννογόνου τού στόματος 2. φρ. α) «ερυθηματώδης καταρροϊκή στοματίτιδα» στοματίτιδα που εκδηλώνεται με ερυθρότητα και, συχνά, με απολέπιση τών επιπολής στιβάδων τού βλεννογόνου β) «πολτώδης στοματίτιδα»… …   Dictionary of Greek

  • ψευδομεμβράνα — η, Ν βλ. ψευδομεμβράνη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”